ινδικοειδής

ινδικοειδής
-ές
1. αυτός που μοιάζει με το χρώμα ινδικό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) χημ. τα ινδικοειδή
συνοπτική ονομασία χρωστικών υλών τής ομάδας τού ινδικού οι οποίες προέρχονται από το ινδόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. indigoides < indigo «ινδικό» και κατάλ. -ides].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”